Greek Meaning of detecting

ανίχνευση

Other Greek words related to ανίχνευση

Definitions and Meaning of detecting in English

Wordnet

detecting (n)

a police investigation to determine the perpetrator

Webster

detecting (p. pr. & vb. n.)

of Detect

FAQs About the word detecting

ανίχνευση

a police investigation to determine the perpetratorof Detect

ανακαλύπτω,εύρημα,αποκτώντας,μάθηση,εντοπισμός,διαπιστώνοντας,υπισχνόμενος,ανασκαφή,Σκάβω,εκβάθυνση (προς τα πάνω)

χαμένος,θέα,διερχόμενος,Χάνοντας,χάσιμο,απώλεια,Λανθασμένη ρύθμιση,Λάθος ρύθμιση

detectible => ανιχνεύσιμος, detecter => Ανιχνευτής, detected => ανιχνευμένο, detectable => Ανιχνεύσιμο, detect => εντοπισμός,