FAQs About the word detainment

κράτηση

a state of being confined (usually for a short time)Detention.

καθυστέρηση,περιμένω,κράτηση,αναβολή,αναβολή,δισταγμός,κράτημα,holding pattern,παύση,αναβολή

σπεύδω,βιασύνη,αποστολή,ταχύτητα,ταχύτητα

detaining => κράτηση, detainer => κράτηση, detainee => Κρατούμενος, detained => κρατημένος, detainder => κρατουμένος,