Greek Meaning of hesitation
δισταγμός
Other Greek words related to δισταγμός
- καθυστέρηση
- δισταγμός
- δισταγμός
- παύση
- συζήτηση
- αμφιβολία
- διστακτικός
- αναποφασιστικότητα
- αναποφασιστικότητα
- αβεβαιότητα
- δισταγμός
- Τρέμουλο
- αναμονή
- διστακτικός
- τρεμάμενος
- <ins>δεύτερη σκέψη</ins>
- αποφυγή
- εξέταση
- συζήτηση
- Διασάφηση
- Κάθομαι στον φράχτη
- αμφιταλαντευόμενος
- αβεβαιότητα
- αναποφασιστικότητα
- αναποφασιστικότητα
- αδιαθεσία
- δυσπιστία
- αναβλητικότητα
- απροθυμία
- δεύτερη σκέψη
- δισταγμός
- δισταγμός
- Δειλία
- ντροπαλότητα
- απροθυμία
Nearest Words of hesitation
Definitions and Meaning of hesitation in English
hesitation (n)
indecision in speech or action
a certain degree of unwillingness
the act of pausing uncertainly
hesitation (n.)
The act of hesitating; suspension of opinion or action; doubt; vacillation.
A faltering in speech; stammering.
FAQs About the word hesitation
δισταγμός
indecision in speech or action, a certain degree of unwillingness, the act of pausing uncertainlyThe act of hesitating; suspension of opinion or action; doubt;
καθυστέρηση,δισταγμός,δισταγμός,παύση,συζήτηση,αμφιβολία,διστακτικός,αναποφασιστικότητα,αναποφασιστικότητα,αβεβαιότητα
βεβαιότητα,βεβαιότητα,εμπιστοσύνη,Αποφασιστικότητα,Στερεότητα,ψήφισμα,Ευκινησία,αποφασιστικότητα,προθυμία,ετοιμότητα
hesitatingly => διστακτικά, hesitating => Διστακτικός, hesitater => διστακτικός, hesitated => δίσταζε, hesitate => Διστάζω,