Greek Meaning of unsellable
άπωλητο
Other Greek words related to άπωλητο
Nearest Words of unsellable
Definitions and Meaning of unsellable in English
unsellable
unable or unfit to be sold
FAQs About the word unsellable
άπωλητο
unable or unfit to be sold
Ακατάλληλο για εμπόριο,μη πωλήσιμο,φτηνός,κατεστραμμένος,ακατάλληλος προς πώληση,φθαρμένος,Κατώτερος του επιπέδου,ανικανοποίητος,άχρηστος,άχρηστος
εμπορικός,Εμπορεύσιμα,Εμπορεύσιμο,Κερδοφόρος,εμπορεύσιμο,εμπορεύσιμο,πωλητό,δαπανηρός,καλό,πολύτιμος
unsell => απούλητος, unself-consciousness => ασυνειδησία, unself-conscious => απελευθερωμένος, unseating => καθαίρεση, unseated => απορριφθείς,