Greek Meaning of unseated
απορριφθείς
Other Greek words related to απορριφθείς
- καθαιρεθέν
- εκθρονισμένος
- απολυμένος
- απολύθηκε
- ανατραπεί
- εξόριστος
- εκπαίδευση
- στερημένος
- εκτοπισμένος
- απολυμένος
- εκδιωχθέντας
- αφαιρέθηκε
- αστέφανωτος
- εκκίνηση (εκτός)
- κονσέρβα
- απολυμένος
- αποβάλλω / εξορίζω
- κυνηγημένος
- εκφορτισμένος
- εκτοπισμένος
- εκδιωκόμενος
- εξωθημένος
- απολύθηκε
- ανέτρεψε
- συνταξιούχος
- δρομολογημένο
- ανέτρεψε
- εκτοπισμένος
- μη κατασκευασμένος
- εκθρονισμένος
- σφετερίστηκε
Nearest Words of unseated
Definitions and Meaning of unseated in English
unseated
to remove from a place or position, to remove from political office, to dislodge from one's seat especially on horseback, to throw from one's seat especially on horseback
FAQs About the word unseated
απορριφθείς
to remove from a place or position, to remove from political office, to dislodge from one's seat especially on horseback, to throw from one's seat especially on
καθαιρεθέν,εκθρονισμένος,απολυμένος,απολύθηκε,ανατραπεί,εξόριστος,εκπαίδευση,στερημένος,εκτοπισμένος,απολυμένος
στέφθηκε,εκλεγμένος,ενθρονισμένος,αρχισμένος,εγκατεστημένο,διορισμένος,βαπτισμένος,καθορισμένος,εγκαινιάστηκε,
unsealing => αποσφράγιση, unscrewing => Ξεβίδωμα, unscrewed => Ξεβιδωμένο, unscreened => ανεξέταστο, unscrambling => αποκωδικοποίηση,