Greek Meaning of elected

εκλεγμένος

Other Greek words related to εκλεγμένος

Definitions and Meaning of elected in English

Wordnet

elected (a)

subject to popular election

Webster

elected (imp. & p. p.)

of Elect

FAQs About the word elected

εκλεγμένος

subject to popular electionof Elect

διάλεξε,διάλεξε,επιλεγμένα,διορισμένος,επιλεγμένο,καθορισμένος,επιλεγμένο με το χέρι,ονομαζόμενος,υποψήφιος (ipopsisfios),επέλεξε (για)

αρνήθηκε,απορριφθείς,απορριπτόμενος,απορρίφθηκε,αποδοκιμασμένος,απορριφθεί,αποποιημένο,απορριφθείς,αρνητικό,περιφρονημένος

electary => ηλεκτόαρον, electant => εκλεκτός, elect => εκλέγω, elecampane => Ελένιο, Ελεκαμπάνη, eleaticism => ελεατισμός,