Greek Meaning of designated

καθορισμένος

Other Greek words related to καθορισμένος

Definitions and Meaning of designated in English

Webster

designated (imp. & p. p.)

of Designate

FAQs About the word designated

καθορισμένος

of Designate

ονομαστική αξία,Μεταγλωττισμένη,επισημασμένος,ονομαζόμενος,ονομαζόμενος,γιορτάζεται,Βαπτισμένος,διάσημος,διάσημος,γνωστός

Ανώνυμος,ανέκφραστος,ανώνυμος,ανώνυμος,Αβάπτιστος,Άγνωστος,ανώνυμος,αδιευκρίνιστο,χωρίς τίτλο,μυστικά

designate => ορίσει, designable => σχεδιαζόμενο, design criteria => κριτήρια σχεδίασης, design => σχεδιασμός, desightment => Ασθένεια,