Greek Meaning of unchristened
αβάπτιστος
Other Greek words related to αβάπτιστος
Nearest Words of unchristened
Definitions and Meaning of unchristened in English
unchristened (a.)
Not christened; as, an unchristened child.
FAQs About the word unchristened
αβάπτιστος
Not christened; as, an unchristened child.
Ανώνυμος,Άγνωστος,ανώνυμος,ανέκφραστος,μυστικά,ανώνυμος,ανώνυμος,Αβάπτιστος,αδιευκρίνιστο,χωρίς τίτλο
καθορισμένος,Μεταγλωττισμένη,ονομαζόμενος,ονομαζόμενος,βαπτισμένος,γιορτάζεται,Βαπτισμένος,ονομαστική αξία,διάσημος,διάσημος
unchristen => μη χριστιανός, unchivalrously => δειλός, unchivalrous => Ανέντιμος, unchild => άτεκνος, unchewable => αμάσητο,