Greek Meaning of termed
ονομαζόμενος
Other Greek words related to ονομαζόμενος
Nearest Words of termed
- termer => όρος
- termes => τερμίτες
- terminable => τερματίσιμος
- terminable interest => Παύσιμος ωφέλεια
- terminal => τερματικό
- terminal emulation => Εξομοίωση τερματικού
- terminal figure => Τελευταίος αριθμός
- terminal leave => Τελική άδεια
- terminal point => ακραίο σημείο
- terminal velocity => Τελική ταχύτητα
Definitions and Meaning of termed in English
termed (imp. & p. p.)
of Term
FAQs About the word termed
ονομαζόμενος
of Term
καθορισμένος,Μεταγλωττισμένη,επισημασμένος,ονομαζόμενος,βαπτισμένος,γιορτάζεται,Βαπτισμένος,ονομαστική αξία,γνωστός,επισημασμένο
Ανώνυμος,ανέκφραστος,ανώνυμος,ανώνυμος,Αβάπτιστος,ακαθόριστος,Άγνωστος,ανώνυμος,αδιευκρίνιστο,χωρίς τίτλο
termatary => τριτημόριο, termatarium => Τερματάριουμ, termagant => θηλυκή άρπυια, termagancy => μέγαιρα, terma => θέρμα,