Greek Meaning of termed

ονομαζόμενος

Other Greek words related to ονομαζόμενος

Definitions and Meaning of termed in English

Webster

termed (imp. & p. p.)

of Term

FAQs About the word termed

ονομαζόμενος

of Term

καθορισμένος,Μεταγλωττισμένη,επισημασμένος,ονομαζόμενος,βαπτισμένος,γιορτάζεται,Βαπτισμένος,ονομαστική αξία,γνωστός,επισημασμένο

Ανώνυμος,ανέκφραστος,ανώνυμος,ανώνυμος,Αβάπτιστος,ακαθόριστος,Άγνωστος,ανώνυμος,αδιευκρίνιστο,χωρίς τίτλο

termatary => τριτημόριο, termatarium => Τερματάριουμ, termagant => θηλυκή άρπυια, termagancy => μέγαιρα, terma => θέρμα,