Greek Meaning of terminable
τερματίσιμος
Other Greek words related to τερματίσιμος
- υπό όρους
- περιορισμένος
- προσωρινός
- τερματισμός
- παροδικός
- εξαρτώμενος
- εφήμερος
- πρόσφορος
- φευγαλέος
- μεσάζοντας
- μεσαίο
- κατάλληλος
- αντικαταστάσιμος
- Βραχύβιος
- βραχυχρόνιο
- μεταβατικός
- Υποκριτική
- εναλλασσόμενος
- φυγάς
- Προσωρινός
- αυτοσχέδιος
- προσωρινός
- προσωρινός
- προσωρινός
- πληρεξούσιος
- βραχυπρόθεσμος
- αντικαταστάτης
- Προσωρινός
Nearest Words of terminable
- terminable interest => Παύσιμος ωφέλεια
- terminal => τερματικό
- terminal emulation => Εξομοίωση τερματικού
- terminal figure => Τελευταίος αριθμός
- terminal leave => Τελική άδεια
- terminal point => ακραίο σημείο
- terminal velocity => Τελική ταχύτητα
- terminalia => τερματικοί σταθμοί
- terminally => τελικό
- terminant => οριστικός παράγοντας
Definitions and Meaning of terminable in English
terminable (s)
capable of being terminated after a designated time
terminable (a.)
Capable of being terminated or bounded; limitable.
FAQs About the word terminable
τερματίσιμος
capable of being terminated after a designated timeCapable of being terminated or bounded; limitable.
υπό όρους,περιορισμένος,προσωρινός,τερματισμός,παροδικός,εξαρτώμενος,εφήμερος,πρόσφορος,φευγαλέος,μεσάζοντας
τελικός,σταθερός,μακροπρόθεσμος,μόνιμο,διευρυμένο,διαρκής,αιώνιος,σετ,εγκαταστημένος,άνευ όρων
termes => τερμίτες, termer => όρος, termed => ονομαζόμενος, termatary => τριτημόριο, termatarium => Τερματάριουμ,