Greek Meaning of short-range
βραχυχρόνιο
Other Greek words related to βραχυχρόνιο
- υπό όρους
- εφήμερος
- φευγαλέος
- περιορισμένος
- κατάλληλος
- προσωρινός
- παροδικός
- εξαρτώμενος
- πρόσφορος
- φυγάς
- μεσάζοντας
- μεσαίο
- προσωρινός
- πληρεξούσιος
- αντικαταστάσιμος
- Βραχύβιος
- βραχυπρόθεσμος
- τερματίσιμος
- τερματισμός
- μεταβατικός
- Υποκριτική
- εναλλασσόμενος
- αυτοσχέδιος
- προσωρινός
- προσωρινός
- αντικαταστάτης
- Προσωρινός
Nearest Words of short-range
- short-run => Βραχυπρόθεσμος
- shorts => Μπερμούδες
- short's aster => Άστερ με κοντά φύλλα
- shortsighted => μυωπικός
- shortsightedness => Μυωπία
- short-snouted => βραχυρρινικό
- short-spoken => λιγομίλητος
- short-spurred => βραχύσπερμος
- short-spurred fragrant orchid => Ορχιδέα
- short-staffed => με έλλειψη προσωπικού
Definitions and Meaning of short-range in English
short-range (s)
relating to the near future
limited to short distances
FAQs About the word short-range
βραχυχρόνιο
relating to the near future, limited to short distances
υπό όρους,εφήμερος,φευγαλέος,περιορισμένος,κατάλληλος,προσωρινός,παροδικός,εξαρτώμενος,πρόσφορος,φυγάς
τελικός,σταθερός,μακροπρόθεσμος,μόνιμο,διευρυμένο,διαρκής,Μακροπρόθεσμο,σετ,εγκαταστημένος,άνευ όρων
short-order => έτοιμο φαγητό, short-nosed => βραχυρίνη, shortness of breath => Δύσπνοια, shortness => σύντομη, shortly => σύντομα,