Greek Meaning of shorts
Μπερμούδες
Other Greek words related to Μπερμούδες
- παλμοί
- Απατεώνες
- μαλλιά
- Σωλήνες
- φασαρία
- Αποσπά
- Βίδες
- πιέζει
- ξυλάκια
- τσιμπήματα
- βεντούζες
- κόλπα
- κάνει
- εξαπατά
- αιμορραγεί
- σμίλη
- θορυβώδεις άνθρωποι
- κλιπ
- μειονεκτήματα
- ξαδέρφια
- εξαπατά
- εξαπατά
- ντίλιντες
- σε
- ευχρε
- exploits
- βιολιά
- απάτες
- γκάφες
- επιβάλλει πρόστιμο
- ευγενείς
- φύλλα
- σκίζει
- πύργοι
- Πουλάει έναν λογαριασμό εμπορευμάτων σε
- ανακινείται
- αδική
- δέρματα
- σκούνκς
- σκληροί
- απάτες
- κάνει μια βόλτα
- παίρνει στο καθαριστήριο
- ζαριά
- θυματοποιεί
- κλειδιά
- εξαπατά
- προδίδει
- Απατεώνες
- εκβιάζει
- μιλάει γρήγορα
- Τρυπήματα
- Γλάροι
- Γάλατα
- χαραγές
- επιβαρύνσεις
- σχοινιά (σε)
- μουλιάζω
- αρπάζει
- στραγγίζει
Nearest Words of shorts
- short's aster => Άστερ με κοντά φύλλα
- shortsighted => μυωπικός
- shortsightedness => Μυωπία
- short-snouted => βραχυρρινικό
- short-spoken => λιγομίλητος
- short-spurred => βραχύσπερμος
- short-spurred fragrant orchid => Ορχιδέα
- short-staffed => με έλλειψη προσωπικού
- short-stalked => βραχυπόδιος
- short-staple cotton => Βαμβάκι κοντής ίνας
Definitions and Meaning of shorts in English
shorts (n)
(used in the plural) trousers that end at or above the knee
underpants worn by men
FAQs About the word shorts
Μπερμούδες
(used in the plural) trousers that end at or above the knee, underpants worn by men
παλμοί,Απατεώνες,μαλλιά,Σωλήνες,φασαρία,Αποσπά,Βίδες,πιέζει,ξυλάκια,τσιμπήματα
Εξωτερικά ενδύματα
short-run => Βραχυπρόθεσμος, short-range => βραχυχρόνιο, short-order => έτοιμο φαγητό, short-nosed => βραχυρίνη, shortness of breath => Δύσπνοια,