Greek Meaning of outerwear
Εξωτερικά ενδύματα
Other Greek words related to Εξωτερικά ενδύματα
- Άθλημα
- υψηλή ραπτική
- ρούχα χαλάρωσης
- παιχνίδια
- Prêt-à-porter
- πιτζάμες
- αθλητικά ρούχα
- Ραπτική
- Πολίτες
- πολίτες
- κοστούμι
- σύνολο
- Φόρεμα
- ενδυμασία
- μερεδοπωλείο
- Λιβρέα
- ανδρικά ρούχα
- μουφτής
- νυχτικά
- Prêt-à-porter
- έτοιμο για φόρεμα
- ανδρεία
- επιτραχήλιο
- στολίδι
- φασαρία
- γκαρνταρόμπα
- φανταχτερότητα
- χαρά
- σηκώνομαι
- Γιορτινά ρούχα
- πρόσοψη
- στολή
- οι πιο όμορφες
- Ενδύματα
- κουρέλια
- φανταχτερός
- Διακόσμηση
- μετριότητες
- Ντουλάπα
Nearest Words of outerwear
- outermost => εξωτερικότατος
- outerly => εξωτερικά
- outercourse => ξένη βοήθεια
- outer space => το διάστημα
- outer planet => Εξωτερικός πλανήτης
- outer mongolia => Εξωτερική Μογγολία
- outer hebrides => Εξωτερικές Εβρίδες
- outer garment => εξωτερικό ένδυμα
- outer ear => εξωτερικό αυτί
- outer boundary => εξωτερικό όριο
Definitions and Meaning of outerwear in English
outerwear (n)
clothing for use outdoors
FAQs About the word outerwear
Εξωτερικά ενδύματα
clothing for use outdoors
Άθλημα,υψηλή ραπτική,ρούχα χαλάρωσης,παιχνίδια,Prêt-à-porter,πιτζάμες,αθλητικά ρούχα,Ραπτική,Πολίτες,πολίτες
No antonyms found.
outermost => εξωτερικότατος, outerly => εξωτερικά, outercourse => ξένη βοήθεια, outer space => το διάστημα, outer planet => Εξωτερικός πλανήτης,