Greek Meaning of short-spoken
λιγομίλητος
Other Greek words related to λιγομίλητος
- ξαφνικός
- αμβλύς
- βαρύς
- ειλικρινά
- κοντός
- μπλόφα
- απότομος
- απότομος
- ειλικρινής
- χοντροκομμένος
- τραγανός
- σύντομος
- άμεσο
- απολύτως
- ειλικρινής
- ειλικρινής
- απλός
- κρατημένος
- τραχύς
- Αγενής
- απλός
- ανεπίσημος
- χυδαίος
- σαρκαστικός
- ατέχναστος
- σύντομος
- κλειστόμυalos
- Χοντρός
- ακατέργαστος
- Αγενής
- αγενής
- σοβαρός
- ειλικρινής
- τετράγωνο
- ειλικρινής
- αναιδής
- αγενής
- αναίσθητος
- αναίσθητος
- λακωνικός
- Χαμηλός
- ανοιχτό
- ειλικρινής
- εξ επαφής
- συγκρατημένος
- ειλικρινής
- απότομος
- κατευθείαν
- Αδιάκριτος
- περιεκτικός
- αγενής
- αδιπλωμάτιστος
- σιωπηλός
Nearest Words of short-spoken
- short-spurred => βραχύσπερμος
- short-spurred fragrant orchid => Ορχιδέα
- short-staffed => με έλλειψη προσωπικού
- short-stalked => βραχυπόδιος
- short-staple cotton => Βαμβάκι κοντής ίνας
- short-stemmed => βραχύμισχος
- shortstop => Σορτστόπ
- short-stop => Σορτστόπ
- short-stop bath => Μπάνιο σύντομης στάσης
- shorttail weasel => Νυφίτσα
Definitions and Meaning of short-spoken in English
short-spoken (a.)
Speaking in a quick or short manner; hence, gruff; curt.
FAQs About the word short-spoken
λιγομίλητος
Speaking in a quick or short manner; hence, gruff; curt.
ξαφνικός,αμβλύς,βαρύς,ειλικρινά,κοντός,μπλόφα,απότομος,απότομος,ειλικρινής,χοντροκομμένος
ελικοειδής,πολιτικός,προσεκτικός,ευγενικός,διπλωματικός,φιλεύσπλαχνος,ευγενικός,Πολιτική,λείο,ευγενικός
short-snouted => βραχυρρινικό, shortsightedness => Μυωπία, shortsighted => μυωπικός, short's aster => Άστερ με κοντά φύλλα, shorts => Μπερμούδες,