Greek Meaning of crass
χοντροκομμένος
Other Greek words related to χοντροκομμένος
- Χοντρός
- κοινός
- ακατέργαστος
- αηδιαστικός
- Αγενής
- χυδαίος
- αγενής
- αδέξιος
- Κακομαθημένος
- Αντιφιλελεύθερος
- αναίσθητος
- Χαμηλός
- χυδαίος
- αλητόσκυλο
- τραχύς
- ανώμαλος
- άνοστος
- αγενής
- ακαλλιέργητος
- Ακαλλιέργητος
- ακατέργαστος
- Ακατέργαστος
- χοντροκομμένος
- βάρβαρος
- βάρβαρος
- αγενής
- Αδέξιος
- γελοίος
- αγροτικός
- χωριάτικος
- άχαρος
- αναίσθητος
- αμόρφωτος
- άσεμνος
- άκομψος
- αναίσθητος
- άξεστος
- Τάπεινος
- άχρηστος
- αδέξιος
- αδέξιος
- επαρχιακός
- Τραχύς λαιμός
- ρουστίκ
- αγροτικός
- κολλώδης
- απρόσεκτος
- αγριος
- αγενής
- αγενής
- αγενής
- Αγέλαστος
Nearest Words of crass
- craspedia => Κρασπέδια
- crashing => συντριβή
- crasher => καταστροφέας
- crash-dive => Κατακόρυφη βουτιά
- crash programme => Πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης
- crash program => Πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης
- crash landing => Συτριβή
- crash land => Αναγκαστική προσγείωση
- crash helmet => Κράνος ασφαλείας
- crash dive => Κατακόρυφη βουτιά
- crassitude => χονδροειδείας
- crassness => χυδαιότητα
- crassostrea => Στρείδια
- crassula => Κράσουλα
- crassulaceae => Κρασσουλοειδή
- crataegus => Κράταιγος
- crataegus aestivalis => Κράταιγος ο θερινός
- crataegus apiifolia => Αυτοφυής Καρδιά
- crataegus biltmoreana => Κράταιγος του Μπίλτμορ (Krátaigos tou Bíltmor)
- crataegus calpodendron => Κράταιγος
Definitions and Meaning of crass in English
crass (s)
(of persons) so unrefined as to be lacking in discrimination and sensibility
FAQs About the word crass
χοντροκομμένος
(of persons) so unrefined as to be lacking in discrimination and sensibility
Χοντρός,κοινός,ακατέργαστος,αηδιαστικός,Αγενής,χυδαίος,αγενής,αδέξιος,Κακομαθημένος,Αντιφιλελεύθερος
αριστοκρατικός,πολιτισμένος,αυλικός,Καλλιεργούμενος,μορφωμένος,κομψός,ζωηρός,πατρίκιος,γυαλισμένο,εκλεπτυσμένος
craspedia => Κρασπέδια, crashing => συντριβή, crasher => καταστροφέας, crash-dive => Κατακόρυφη βουτιά, crash programme => Πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης,