FAQs About the word citified

αστικοποιημένος

being or having the customs or manners or dress of a city personAping, or having, the manners of a city.

αστικός,αστικοποιημένος,μητροπολίτης,δημοτικός

ειδυλλιακός,Χώρα,Ποιμενικός,αγροτικός,ρουστίκ,αγροτικός,γεωργικός,επαρχία,αγροτικός,επαρχιακός

cities => Πόλεις, citied => αναφερόμενος, citicism => κριτική, cithern => Κιθάρα, cither => Κίθαρα,