Greek Meaning of patrician
πατρίκιος
Other Greek words related to πατρίκιος
- αριστοκρατικός
- γαλαζοαίματος
- ζωηρός
- ήπιος
- Μεγάλος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- ΗγAnlage: ανήτης
- ευγενής
- Ανώτερη τάξη
- ανώτερη τάξη
- Υψηλός
- ευγενοποιημένος
- υψηλός
- ιπποτικός
- υψηλός
- υψηλού επιπέδου
- βασιλικός
- ιπποτικός
- ευγενική
- υπέροχος
- εύγενος
- πριγκιπικός
- βασιλικός
- βασιλικός, βασιλιάς
- βασιλικός
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- μεταξωτή κάλτσα
- ανώτερος
- Ευγενής
- Ευγενής
Nearest Words of patrician
- patricianism => πατρικιαρχία
- patriciate => πατρικίαρχες
- patricidal => πατροκτόνος
- patricide => Πατροκτονία
- patrick => Πάτρικ
- patrick henry => Πάτρικ Χένρι
- patrick victor martindale white => Πάτρικ Βίκτωρ Μάρτιντεϊλ Γουάιτ
- patrick white => Πάτρικ Γουάιτ
- patrikin => πατρίκιος
- patrilineage => Πατριάρχης
Definitions and Meaning of patrician in English
patrician (n)
a person of refined upbringing and manners
a member of the aristocracy
patrician (s)
befitting a person of noble origin
belonging to or characteristic of the nobility or aristocracy
patrician (a.)
Of or pertaining to the Roman patres (fathers) or senators, or patricians.
Of, pertaining to, or appropriate to, a person of high birth; noble; not plebeian.
patrician (n.)
Originally, a member of any of the families constituting the populus Romanus, or body of Roman citizens, before the development of the plebeian order; later, one who, by right of birth or by special privilege conferred, belonged to the nobility.
A person of high birth; a nobleman.
One familiar with the works of the Christian Fathers; one versed in patristic lore.
FAQs About the word patrician
πατρίκιος
a person of refined upbringing and manners, a member of the aristocracy, befitting a person of noble origin, belonging to or characteristic of the nobility or a
αριστοκρατικός,γαλαζοαίματος,ζωηρός,ήπιος,Μεγάλος,μεγάλος, καταπληκτικός,ΗγAnlage: ανήτης,ευγενής,Ανώτερη τάξη,ανώτερη τάξη
κοινός,ταπεινός,άτιμος,κατώτερος,Χαμηλός,κατώτερη τάξη,ταπεινός,μέση τιμή,πληβειακός,ταπεινής καταγωγής
patricentric => πατριαρχικός, patriarchy => πατριαρχία, patriarchship => πατριαρχία, patriarchism => Πατριαρχία, patriarchic => πατριαρχικός,