Greek Meaning of ennobled

ευγενοποιημένος

Other Greek words related to ευγενοποιημένος

Definitions and Meaning of ennobled in English

Webster

ennobled (imp. & p. p.)

of Ennoble

FAQs About the word ennobled

ευγενοποιημένος

of Ennoble

υψηλός,γενναιόδωρος,ευγενής,υψηλός,ιπποτικός,Υψηλός,γενναιοδωρος,δοξασμένος,μεγάλος, καταπληκτικός,ηρωικός

βάση,Εξευτελιστικός,κατευνασμένος,εκφυλισμένος,Υποβαθμισμένο,άτιμος,Χαμηλός,απωθητικός,βρώμικος,άθλιος

ennoble => ευγενίζω, enniche => κατώφλι, ennew => Έννου, enneatical => ενεατικός, enneatic => εννεατικός,