Greek Meaning of noble
ευγενής
Other Greek words related to ευγενής
- αριστοκρατικός
- γαλαζοαίματος
- ζωηρός
- ήπιος
- Μεγάλος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- ΗγAnlage: ανήτης
- πατρίκιος
- βασιλικός
- Ανώτερη τάξη
- Ευγενής
- Ευγενής
- ανώτερη τάξη
- Υψηλός
- ευγενοποιημένος
- υψηλός
- ιπποτικός
- υψηλός
- υψηλού επιπέδου
- βασιλικός
- ιπποτικός
- ευγενική
- υπέροχος
- εύγενος
- πριγκιπικός
- βασιλικός
- βασιλικός, βασιλιάς
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- μεταξωτή κάλτσα
- ανώτερος
Nearest Words of noble
Definitions and Meaning of noble in English
noble (n)
a titled peer of the realm
noble (s)
impressive in appearance
inert especially toward oxygen
noble (a)
of or belonging to or constituting the hereditary aristocracy especially as derived from feudal times
having or showing or indicative of high or elevated character
noble (superl.)
Possessing eminence, elevation, dignity, etc.; above whatever is low, mean, degrading, or dishonorable; magnanimous; as, a noble nature or action; a noble heart.
Grand; stately; magnificent; splendid; as, a noble edifice.
Of exalted rank; of or pertaining to the nobility; distinguished from the masses by birth, station, or title; highborn; as, noble blood; a noble personage.
noble (n.)
A person of rank above a commoner; a nobleman; a peer.
An English money of account, and, formerly, a gold coin, of the value of 6 s. 8 d. sterling, or about $1.61.
A European fish; the lyrie.
noble (v. t.)
To make noble; to ennoble.
FAQs About the word noble
ευγενής
a titled peer of the realm, impressive in appearance, of or belonging to or constituting the hereditary aristocracy especially as derived from feudal times, hav
αριστοκρατικός,γαλαζοαίματος,ζωηρός,ήπιος,Μεγάλος,μεγάλος, καταπληκτικός,ΗγAnlage: ανήτης,πατρίκιος,βασιλικός,Ανώτερη τάξη
κοινός,ταπεινός,άτιμος,κατώτερος,Χαμηλός,κατώτερη τάξη,ταπεινός,μέση τιμή,πληβειακός,ταπεινής καταγωγής
nobility => ευγένεια, nobilitation => αριστοκρατοποίηση, nobilitate => ευγενής, nobili's rings => Δαχτυλίδια ευγενών, nobilify => εννοβλώ,