Greek Meaning of silk stocking
μεταξωτή κάλτσα
Other Greek words related to μεταξωτή κάλτσα
- στερημένος
- άπορος
- άπορος
- φτωχοποιημένος
- φτωχός
- φτωχός
- Χωρίς δεκάρα
- άπορος
- φτωχός
- Χρεωκοπία
- Χρεοκοπημενος
- καταθλιπτικός
- μειονεκτούντες
- από το χέρι στο στόμα
- χρεωμένος
- αφερέγγυος
- φτωχός
- κατεστραμμένος
- Υποβαθμισμένος
- άπορος
- χρεοκοπημένος
- ζητιάνος
- Χαμηλός
- εμπερίστατος
- τσιμπημένο
- μειωμένη
- κοντός
- Χωρίς λεφτά
- στενεμένος
Nearest Words of silk stocking
Definitions and Meaning of silk stocking in English
silk stocking (n)
women's stockings made from a sheer material (nylon or rayon or silk)
silk stocking (a.)
Wearing silk stockings (which among men were formerly worn chiefly by the luxurious or aristocratic); hence, elegantly dressed; aristocratic; luxurious; -- chiefly applied to men, often by way of reproach.
FAQs About the word silk stocking
μεταξωτή κάλτσα
women's stockings made from a sheer material (nylon or rayon or silk)Wearing silk stockings (which among men were formerly worn chiefly by the luxurious or aris
Ευκατάστατοι,πλούσιος,πλούσιος,εύπορος,πλούσιος,πολυτελής,Ευημερούσα,επιτυχής,ευκατάστατος,εύπορος
στερημένος,άπορος,άπορος,φτωχοποιημένος,φτωχός,φτωχός,Χωρίς δεκάρα,άπορος,φτωχός,Χρεωκοπία
silk screen print => Μεταξοτυπία, silk road => Δρόμος του μεταξιού, silk oak => μεταξένια βελανιδιά, silk hat => Ψηλοκαπέλο, silk grass => μετάξα χόρτο,