Greek Meaning of silklike

μεταξωτός

Other Greek words related to μεταξωτός

Definitions and Meaning of silklike in English

Wordnet

silklike (s)

having a smooth, gleaming surface reflecting light

FAQs About the word silklike

μεταξωτός

having a smooth, gleaming surface reflecting light

σατέν,μεταξένιος,μαλακός,βαμβακώδης,χνουδωτός,σατέν,μεταξωτός,βελούδινος,βελουδένιος,Σιφόν

Χοντρός,σκληρός,ακανόνιστος,τραχύς,σπασμένο,ανώμαλος,κοκκώδης,οδοντωτό,εξογκωμένος,Χαλικώδες

silkiness => απαλότητα, silkily => μεταξένιος, silkgrass => ψυχή, silkensides => μεταξένιος, silken => μεταξωτός,