Greek Meaning of irregular
ακανόνιστος
Other Greek words related to ακανόνιστος
- μη φυσιολογικός
- αφύσικος
- εκκεντρικός
- εκκεντρικό
- ανώμαλος
- άτυπος
- εκτραπείς
- αποκλίνω
- ύπουλος
- εξαιρετικός
- μονός
- ασυνήθιστος
- ασυνήθιστος
- ασυνήθιστο
- παράξενος/η
- περίεργος
- εκκεντρικός
- τρομακτικός
- αστείο
- Ιδιοσυγκρασιακός
- σγουρός
- nonkonformistas
- μακριά από τον δρόμο
- εκκεντρικός
- περίεργος
- υπερφυσικός
- γραφικό
- εκκεντρικός
- σπάνιος
- αξιοσημείωτος
- τρελός
- περίεργο
- μη συμβατικό
- ανορθόδοξος
- Μη αντιπροσωπευτικός
- ασυνήθιστος
- τρελός
- περίεργος
- περίεργος
- Άγρια
- ασυνήθιστος
Nearest Words of irregular
- irregeneration => μη αναγεννητικός
- irregeneracy => αναμάρτητος
- irregardless => ανεξάρτητα
- irrefutable => αδιαμφισβήτητος
- irrefromable => αναμάρτητος
- irrefrangible => άθραυστος
- irrefrangibility => αναντίρρητη αλήθεια
- irrefragable => αδιαμφισβήτητος
- irrefragability => αναντίρρητη αλήθεια
- irreflective => μη ανακλαστικός
Definitions and Meaning of irregular in English
irregular (n)
a member of an irregular armed force that fights a stronger force by sabotage and harassment
merchandise that has imperfections; usually sold at a reduced price without the brand name
irregular (a)
contrary to rule or accepted order or general practice
(used of the military) not belonging to or engaged in by regular army forces
(of solids) not having clear dimensions that can be measured; volume must be determined with the principle of liquid displacement
irregular (s)
not occurring at a regular rate or fixed intervals
failing to meet a standard of manufacture due to an imperfection
deviating from normal expectations; somewhat odd, strange, or abnormal
lacking continuity or regularity
(of a surface or shape); not level or flat or symmetrical
independent in behavior or thought
irregular (a.)
Not regular; not conforming to a law, method, or usage recognized as the general rule; not according to common form; not conformable to nature, to the rules of moral rectitude, or to established principles; not normal; unnatural; immethodical; unsymmetrical; erratic; no straight; not uniform; as, an irregular line; an irregular figure; an irregular verse; an irregular physician; an irregular proceeding; irregular motion; irregular conduct, etc. Cf. Regular.
irregular (n.)
One who is not regular; especially, a soldier not in regular service.
FAQs About the word irregular
ακανόνιστος
a member of an irregular armed force that fights a stronger force by sabotage and harassment, merchandise that has imperfections; usually sold at a reduced pric
μη φυσιολογικός,αφύσικος,εκκεντρικός,εκκεντρικό,ανώμαλος,άτυπος,εκτραπείς,αποκλίνω,ύπουλος,εξαιρετικός
κοινός,φυσικός,φυσιολογικός,συνηθισμένος,τακτικός,πρότυπο,τυπικός,μέσος,χαρακτηριστικός,συνηθισμένος
irregeneration => μη αναγεννητικός, irregeneracy => αναμάρτητος, irregardless => ανεξάρτητα, irrefutable => αδιαμφισβήτητος, irrefromable => αναμάρτητος,