Greek Meaning of everyday
κάθε μέρα
Other Greek words related to κάθε μέρα
- μέσος
- φυσιολογικός
- συνηθισμένος
- ρουτίνα
- τυπικός
- συνήθης
- κοινός
- συνηθισμένος
- συνήθης
- αναμενόμενος
- γνώριμος
- πεζός
- τακτικός
- πρότυπο
- μέτριος
- ασήμαντος
- καθημερινός
- ξε κομμένο και στεγνωμένο
- φανερό
- συχνός
- συνήθης
- οικιακός
- ασήμαντος
- φυσικός
- απλός
- δημοφιλής
- προβλέψιμος
- συνηθισμένο
- ασήμαντος
- ασήμαντο
- χυδαίος
- συνηθισμένος
- αναμενόμενο
- κανονικής έκδοσης
- συνηθισμένος
- μη φυσιολογικός
- περίεργος
- Εξαιρετικός.
- εξαιρετικός
- αστείο
- μονός
- μακριά από τον δρόμο
- περίεργος
- σπάνιος
- περίεργο
- ασυνήθιστο
- εκκεντρικός
- ανώμαλος
- άτυπος
- παράξενος/η
- εκκεντρικός
- φανταστικός
- Φανταστικός
- Ιδιοσυγκρασιακός
- ακανόνιστος
- σκανδαλώδης
- Εξαιρετικός
- φαινομενικό
- γραφικό
- κουίρ
- σπάνιος
- εντυπωσιακός
- μη συμβατικό
- μοναδικός
- ανορθόδοξος
- ασυνήθιστος
- περίεργος
- Άγρια
- εμφανής
- πολύ μακριά
- τέρας
- τρομακτικός
- καφκικός
- παράξενος
- παράξενος
- nonkonformistas
- αξιοσημείωτος
- μυθιστόρημα
- εκκεντρικός
- ασυνήθιστος
- εξέχων
- εξέχων
- Σήμα
- ενικός
- πρωτοφανής
- ασύγκριτος
- άνευ προηγουμένου
- τρελός
- τέλος
- περίεργος
- Εκκεντρικός
- εκλεκτικός
Nearest Words of everyday
Definitions and Meaning of everyday in English
everyday (s)
found in the ordinary course of events
appropriate for ordinary or routine occasions
commonplace and ordinary
everyday (a.)
Used or fit for every day; common; usual; as, an everyday suit or clothes.
FAQs About the word everyday
κάθε μέρα
found in the ordinary course of events, appropriate for ordinary or routine occasions, commonplace and ordinaryUsed or fit for every day; common; usual; as, an
μέσος,φυσιολογικός,συνηθισμένος,ρουτίνα,τυπικός,συνήθης,κοινός,συνηθισμένος,συνήθης,αναμενόμενος
μη φυσιολογικός,περίεργος,Εξαιρετικός.,εξαιρετικός,αστείο,μονός,μακριά από τον δρόμο,περίεργος,σπάνιος,περίεργο
everychon => όλοι, everych => κάθε, everybody => όλοι, every year => κάθε χρόνο, every which way => από κάθε άποψη,