Greek Meaning of everydayness

καθημερινότητα

Other Greek words related to καθημερινότητα

Definitions and Meaning of everydayness in English

Wordnet

everydayness (n)

ordinariness as a consequence of being frequent and commonplace

FAQs About the word everydayness

καθημερινότητα

ordinariness as a consequence of being frequent and commonplace

Συνήθεια,κοινοτοπία,Δικαιοσύνη,Καθημερινότητα,καθημερινότητα,κανονικότητα,κοινότητα,τυπικότητα,συνηθισμός,κανονικότητα

συνέπεια,διάκριση,αριστεία,αριστεία,εκλεκτότητα,εξαιρετικότητα,μεγαλείο,μεγαλείο,σημασία,θαύμα

everyday => κάθε μέρα, everychon => όλοι, everych => κάθε, everybody => όλοι, every year => κάθε χρόνο,