Greek Meaning of mundanity

καθημερινότητα

Other Greek words related to καθημερινότητα

Definitions and Meaning of mundanity in English

Wordnet

mundanity (n)

the quality or character of being intellectually sophisticated and worldly through cultivation or experience or disillusionment

the quality of being commonplace and ordinary

Webster

mundanity (n.)

Worldliness.

FAQs About the word mundanity

καθημερινότητα

the quality or character of being intellectually sophisticated and worldly through cultivation or experience or disillusionment, the quality of being commonplac

Συνήθεια,κοινοτοπία,καθημερινότητα,Δικαιοσύνη,Καθημερινότητα,κανονικότητα,κοινότητα,τυπικότητα,κανονικότητα,αποδεκτότητα

συνέπεια,διάκριση,αριστεία,αριστεία,εκλεκτότητα,εξαιρετικότητα,μεγαλείο,μεγαλείο,σημασία,θαύμα

mundaneness => Καθημερινότητα, mundanely => κοσμικά, mundane => καθημερινό, munda-mon-khmer => Mούντα-μον-κχμέρ, munda => μούντα,