Greek Meaning of normalness

κανονικότητα

Other Greek words related to κανονικότητα

Definitions and Meaning of normalness in English

normalness

normality

FAQs About the word normalness

κανονικότητα

normality

Συνήθεια,κοινοτοπία,καθημερινότητα,Δικαιοσύνη,Καθημερινότητα,καθημερινότητα,κανονικότητα,κοινότητα,τυπικότητα,συνηθισμός

επιλογή,συνέπεια,διάκριση,αριστεία,αριστεία,εκλεκτότητα,εξαιρετικότητα,ἀναμάρτητος,Ανεπίληπτος,καλοσύνη

normalizing => κανονικοποίηση, normalized => Κανονικοποιημένος, nor'easter => Βορειοανατολικός άνεμος, noontimes => μεσημέρι, noontime => μεσημέρι,