Greek Meaning of averageness

μετριότητα

Other Greek words related to μετριότητα

Definitions and Meaning of averageness in English

Wordnet

averageness (n)

the state of being that is average; indicates normality but with connotations of mediocrity

ordinariness as a consequence of being average and not outstanding

FAQs About the word averageness

μετριότητα

the state of being that is average; indicates normality but with connotations of mediocrity, ordinariness as a consequence of being average and not outstanding

αποδεκτότητα,κοινότητα,ρουτίνα,τυπικότητα,Τυπικότητα,επάρκεια,Κακία,Συνήθεια,κοινοτοπία,καθημερινότητα

συνέπεια,διάκριση,αριστεία,αριστεία,εκλεκτότητα,εξαιρετικότητα,μεγαλείο,μεγαλείο,σημασία,θαύμα

averaged => μέσος, average out => μέσος όρος, average cost => μέσος όρος κόστους, average => μέσος, aver => μέσος όρος,