Greek Meaning of importance

σημασία

Other Greek words related to σημασία

Definitions and Meaning of importance in English

Wordnet

importance (n)

the quality of being important and worthy of note

a prominent status

Webster

importance (n.)

The quality or state of being important; consequence; weight; moment; significance.

Subject; matter.

Import; meaning; significance.

Importunity; solicitation.

FAQs About the word importance

σημασία

the quality of being important and worthy of note, a prominent statusThe quality or state of being important; consequence; weight; moment; significance., Subjec

συνέπεια,εισαγωγή,μέγεθος,σημασία,βαρύτητα,στιγμή,σημασία,Αξία,βάρος,λογαριασμός

ασήμαντοτητα,μικρότητα,ντροπή,μικρότητα,Ασημαντότητα,αναξιότητα,Ανωνυμία,δυσφήμηση,ατίμωση,ντροπή

importable => εμπορεύσιμος, import duty => εισαγωγικοί δασμοί, import credit => εισαγόμενη πίστωση, import barrier => Εμπόδιο εισαγωγής, import => εισαγωγή,