Greek Meaning of imported
εισαγόμενος
Other Greek words related to εισαγόμενος
Nearest Words of imported
Definitions and Meaning of imported in English
imported (s)
used of especially merchandise brought from a foreign source
imported (imp. & p. p.)
of Import
FAQs About the word imported
εισαγόμενος
used of especially merchandise brought from a foreign sourceof Import
ξένος,εισήχθη,πολιτογραφημένος,μεταμοσχευμένο,εξωγήινος,Εξωτικός,εξωτερικός,Γεννημένος στο εξωτερικό,Διεθνής,πολυπολιτισμικός
Εσωτερικός,Τοπικός,Γηγενής,Αυτοχθόνας,ενδημικός
importation => Εισαγωγή, importantly => σημαντικά, important person => σημαντικό πρόσωπο, important => σημαντικός, importancy => σπουδαιότητα,