Greek Meaning of introduced

εισήχθη

Other Greek words related to εισήχθη

Definitions and Meaning of introduced in English

Webster

introduced (imp. & p. p.)

of Introduce

FAQs About the word introduced

εισήχθη

of Introduce

εισαγόμενος,πολιτογραφημένος,μεταμοσχευμένο,εξωγήινος,εξωτερικός,ξένος,Διεθνής,πολυπολιτισμικός,πολυμερής,πολυεθνικός

Εσωτερικός,Τοπικός,Γηγενής,ενδημικός,Αυτοχθόνας

introduce => εισάγω, introcession => εσωτερίκευση, intro- => ίντρο, intro => εισαγωγή, intrinsicate => περίπλοκος,