FAQs About the word intrinsically

εγγενώς

with respect to its inherent natureInternally; in its nature; essentially; really; truly.

ουσιαστικά,εκ φύσεως,βασικά,Συνταγματικά,ουσιαστικά,εκ γενετής,φυσικά,εκ γενετής,στοιχειωδώς,ενστικτωδώς

τεχνητά,(μη φυσικό)

intrinsicality => εγγενότητα, intrinsical => εγγενές, intrinsic fraud => Εσωτερική απάτη, intrinsic factor => Ενδογενής παράγοντας, intrinsic => Ενδογενής,