Greek Meaning of fundamentally
ουσιαστικά
Other Greek words related to ουσιαστικά
Nearest Words of fundamentally
- fundamentalistic => φονταμενταλιστικός
- fundamentalist => φονταμενταλιστής
- fundamentalism => φονταμενταλισμός
- fundamental quantity => Βασικό μέγεθος
- fundamental principle => βασική αρχή
- fundamental particle => στοιχειώδες σωματίδιο
- fundamental measure => Θεμελιώδες μέτρο
- fundamental law => Θεμελιώδης νόμος
- fundamental interaction => Θεμελιώδης αλληλεπίδραση
- fundamental frequency => Θεμελιώδης συχνότητα
- fundamentals => θεμελιώδη
- fundamentals analysis => Θεμελιώδης ανάλυση
- funded => χρηματοδοτούμενη
- fundholder => κάτοχος μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου
- funding => χρηματοδότηση
- fundraise => συγκέντρωση κεφαλαίων
- fund-raise => συγκέντρωση κεφαλαίων
- fundraiser => έρανος
- fund-raising campaign => Εκστρατεία συγκέντρωσης κεφαλαίων
- fund-raising drive => εκστρατεία συγκέντρωσης κεφαλαίων
Definitions and Meaning of fundamentally in English
fundamentally (r)
in essence; at bottom or by one's (or its) very nature
fundamentally (adv.)
Primarily; originally; essentially; radically; at the foundation; in origin or constituents.
FAQs About the word fundamentally
ουσιαστικά
in essence; at bottom or by one's (or its) very naturePrimarily; originally; essentially; radically; at the foundation; in origin or constituents.
βασικά,ουσιαστικά,εκ φύσεως,εγγενώς,εκ γενετής,Συνταγματικά,στοιχειωδώς,εκ γενετής,ενστικτωδώς,διαισθητικά
τεχνητά,(μη φυσικό)
fundamentalistic => φονταμενταλιστικός, fundamentalist => φονταμενταλιστής, fundamentalism => φονταμενταλισμός, fundamental quantity => Βασικό μέγεθος, fundamental principle => βασική αρχή,