Greek Meaning of fundamental measure
Θεμελιώδες μέτρο
Other Greek words related to Θεμελιώδες μέτρο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of fundamental measure
- fundamental law => Θεμελιώδης νόμος
- fundamental interaction => Θεμελιώδης αλληλεπίδραση
- fundamental frequency => Θεμελιώδης συχνότητα
- fundamental analysis => Θεμελιώδης Ανάλυση
- fundamental => θεμελιώδης
- fundament => θεμέλιο
- fundable => χρηματοδοτούμενος
- fund raise => Εράνου
- fund => Ταμείο
- functionless => άχρηστη
- fundamental particle => στοιχειώδες σωματίδιο
- fundamental principle => βασική αρχή
- fundamental quantity => Βασικό μέγεθος
- fundamentalism => φονταμενταλισμός
- fundamentalist => φονταμενταλιστής
- fundamentalistic => φονταμενταλιστικός
- fundamentally => ουσιαστικά
- fundamentals => θεμελιώδη
- fundamentals analysis => Θεμελιώδης ανάλυση
- funded => χρηματοδοτούμενη
Definitions and Meaning of fundamental measure in English
fundamental measure (n)
one of the four quantities that are the basis of systems of measurement
FAQs About the word fundamental measure
Θεμελιώδες μέτρο
one of the four quantities that are the basis of systems of measurement
No synonyms found.
No antonyms found.
fundamental law => Θεμελιώδης νόμος, fundamental interaction => Θεμελιώδης αλληλεπίδραση, fundamental frequency => Θεμελιώδης συχνότητα, fundamental analysis => Θεμελιώδης Ανάλυση, fundamental => θεμελιώδης,