Greek Meaning of fundamental analysis
Θεμελιώδης Ανάλυση
Other Greek words related to Θεμελιώδης Ανάλυση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of fundamental analysis
- fundamental frequency => Θεμελιώδης συχνότητα
- fundamental interaction => Θεμελιώδης αλληλεπίδραση
- fundamental law => Θεμελιώδης νόμος
- fundamental measure => Θεμελιώδες μέτρο
- fundamental particle => στοιχειώδες σωματίδιο
- fundamental principle => βασική αρχή
- fundamental quantity => Βασικό μέγεθος
- fundamentalism => φονταμενταλισμός
- fundamentalist => φονταμενταλιστής
- fundamentalistic => φονταμενταλιστικός
Definitions and Meaning of fundamental analysis in English
fundamental analysis (n)
(stock exchange) the use of fundamentals as an investment strategy
FAQs About the word fundamental analysis
Θεμελιώδης Ανάλυση
(stock exchange) the use of fundamentals as an investment strategy
No synonyms found.
No antonyms found.
fundamental => θεμελιώδης, fundament => θεμέλιο, fundable => χρηματοδοτούμενος, fund raise => Εράνου, fund => Ταμείο,