Greek Meaning of fundable
χρηματοδοτούμενος
Other Greek words related to χρηματοδοτούμενος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of fundable
- fundament => θεμέλιο
- fundamental => θεμελιώδης
- fundamental analysis => Θεμελιώδης Ανάλυση
- fundamental frequency => Θεμελιώδης συχνότητα
- fundamental interaction => Θεμελιώδης αλληλεπίδραση
- fundamental law => Θεμελιώδης νόμος
- fundamental measure => Θεμελιώδες μέτρο
- fundamental particle => στοιχειώδες σωματίδιο
- fundamental principle => βασική αρχή
- fundamental quantity => Βασικό μέγεθος
Definitions and Meaning of fundable in English
fundable (a.)
Capable of being funded, or converted into a fund; convertible into bonds.
FAQs About the word fundable
χρηματοδοτούμενος
Capable of being funded, or converted into a fund; convertible into bonds.
No synonyms found.
No antonyms found.
fund raise => Εράνου, fund => Ταμείο, functionless => άχρηστη, functioning => λειτουργικός, functionate => λειτουργικός,