Greek Meaning of fundamentalistic
φονταμενταλιστικός
Other Greek words related to φονταμενταλιστικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of fundamentalistic
- fundamentalist => φονταμενταλιστής
- fundamentalism => φονταμενταλισμός
- fundamental quantity => Βασικό μέγεθος
- fundamental principle => βασική αρχή
- fundamental particle => στοιχειώδες σωματίδιο
- fundamental measure => Θεμελιώδες μέτρο
- fundamental law => Θεμελιώδης νόμος
- fundamental interaction => Θεμελιώδης αλληλεπίδραση
- fundamental frequency => Θεμελιώδης συχνότητα
- fundamental analysis => Θεμελιώδης Ανάλυση
- fundamentally => ουσιαστικά
- fundamentals => θεμελιώδη
- fundamentals analysis => Θεμελιώδης ανάλυση
- funded => χρηματοδοτούμενη
- fundholder => κάτοχος μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου
- funding => χρηματοδότηση
- fundraise => συγκέντρωση κεφαλαίων
- fund-raise => συγκέντρωση κεφαλαίων
- fundraiser => έρανος
- fund-raising campaign => Εκστρατεία συγκέντρωσης κεφαλαίων
Definitions and Meaning of fundamentalistic in English
fundamentalistic (a)
of or relating to or tending toward ideological fundamentalism
of or relating to or characteristic of Protestant fundamentalism or its adherents
FAQs About the word fundamentalistic
φονταμενταλιστικός
of or relating to or tending toward ideological fundamentalism, of or relating to or characteristic of Protestant fundamentalism or its adherents
No synonyms found.
No antonyms found.
fundamentalist => φονταμενταλιστής, fundamentalism => φονταμενταλισμός, fundamental quantity => Βασικό μέγεθος, fundamental principle => βασική αρχή, fundamental particle => στοιχειώδες σωματίδιο,