Greek Meaning of fundamentals

θεμελιώδη

Other Greek words related to θεμελιώδη

Definitions and Meaning of fundamentals in English

Wordnet

fundamentals (n)

principles from which other truths can be derived

FAQs About the word fundamentals

θεμελιώδη

principles from which other truths can be derived

στοιχεία,γραμματική,Αρχές,αλφάβητο,Βασικά,βάση,είδη πρώτης ανάγκης,θεμέλιο,νόμος,φιλοσοφία

Λεπτομέρειες,ασήμαντα πράγματα

fundamentally => ουσιαστικά, fundamentalistic => φονταμενταλιστικός, fundamentalist => φονταμενταλιστής, fundamentalism => φονταμενταλισμός, fundamental quantity => Βασικό μέγεθος,