FAQs About the word innately

εκ γενετής

in an innate mannerNaturally.

ουσιαστικά,εκ φύσεως,βασικά,Συνταγματικά,ουσιαστικά,εγγενώς,φυσικά,εκ γενετής,στοιχειωδώς,ενστικτωδώς

τεχνητά,(μη φυσικό)

innate reflex => Έμφυτο αντανακλαστικό, innate immunity => έμφυτη ανοσία, innate => έμφυτος, innards => σπλάχνα, inn => πανδοχείο,