Greek Meaning of naturalized

πολιτογραφημένος

Other Greek words related to πολιτογραφημένος

Definitions and Meaning of naturalized in English

Wordnet

naturalized (s)

introduced from another region and persisting without cultivation

planted so as to give an effect of wild growth

Webster

naturalized (imp. & p. p.)

of Naturalize

FAQs About the word naturalized

πολιτογραφημένος

introduced from another region and persisting without cultivation, planted so as to give an effect of wild growthof Naturalize

εξωγήινος,ξένος,Γεννημένος στο εξωτερικό,εισαγόμενος,Διεθνής,εισήχθη,μη ντόπιο,μεταμοσχευμένο,εξωτερικός,πολυπολιτισμικός

Εσωτερικός,Τοπικός,Γηγενής,Αυτοχθόνας,ιθαγενής,ενδημικός

naturalize => πολιτογραφώ, naturalization => πολιτογράφηση, naturality => Φυσικότητα, naturalistic => νατουραλιστικός, naturalist => Φυσιοδίφης,