Greek Meaning of naturalised
πολιτογραφημένος
Other Greek words related to πολιτογραφημένος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of naturalised
- naturalise => Πολιτογραφώ
- naturalisation => Πολιτογράφηση
- natural virtue => Φυσική αρετή
- natural theology => Φυσική θεολογία
- natural steel => φυσικός χάλυβας
- natural state => φυσική κατάσταση
- natural spring => Φυσική πηγή
- natural shape => Φυσικό σχήμα
- natural selection => φυσική επιλογή
- natural scientist => φυσικός επιστήμονας
Definitions and Meaning of naturalised in English
naturalised (s)
planted so as to give an effect of wild growth
FAQs About the word naturalised
πολιτογραφημένος
planted so as to give an effect of wild growth
No synonyms found.
No antonyms found.
naturalise => Πολιτογραφώ, naturalisation => Πολιτογράφηση, natural virtue => Φυσική αρετή, natural theology => Φυσική θεολογία, natural steel => φυσικός χάλυβας,