Greek Meaning of naturalist
Φυσιοδίφης
Other Greek words related to Φυσιοδίφης
Nearest Words of naturalist
- naturalism => Φυσιοκρατία
- naturalised => πολιτογραφημένος
- naturalise => Πολιτογραφώ
- naturalisation => Πολιτογράφηση
- natural virtue => Φυσική αρετή
- natural theology => Φυσική θεολογία
- natural steel => φυσικός χάλυβας
- natural state => φυσική κατάσταση
- natural spring => Φυσική πηγή
- natural shape => Φυσικό σχήμα
Definitions and Meaning of naturalist in English
naturalist (n)
an advocate of the doctrine that the world can be understood in scientific terms
a biologist knowledgeable about natural history (especially botany and zoology)
naturalist (n.)
One versed in natural science; a student of natural history, esp. of the natural history of animals.
One who holds or maintains the doctrine of naturalism in religion.
FAQs About the word naturalist
Φυσιοδίφης
an advocate of the doctrine that the world can be understood in scientific terms, a biologist knowledgeable about natural history (especially botany and zoology
Ζωντανός,ζωντανό,φυσικός,ρεαλιστικός,τρισδιάστατος,ζωηρός,ακριβής,πειστικός,πειστικός,σαν
διαφορετικός,διαφορετικός,μη φυσικό,μη ρεαλιστικός,σε αντίθεση με το,αφύσικος,μη ρεαλιστικό,αντιθετικός,διαφορετικός,ασύγκριτος
naturalism => Φυσιοκρατία, naturalised => πολιτογραφημένος, naturalise => Πολιτογραφώ, naturalisation => Πολιτογράφηση, natural virtue => Φυσική αρετή,