Greek Meaning of living
ζωντανό
Other Greek words related to ζωντανό
- λειτουργικός
- λειτουργική
- επιχειρησιακό
- λειτουργικός
- ενεργός
- ζωντανός
- Λειτουργικός
- πηγαίνω
- ισχύει
- σε
- ζωντανά
- λειτουργικός
- τρέξιμο
- λειτουργική
- σε λειτουργία
- πολυσύχναστος
- απασχολημένος
- δυναμικός
- αποτελεσματικός
- πρόσφορο
- εργοδοτήσιμος
- ακμάζων
- βόμβος
- εν κίνησει
- αποδίδει
- παραγωγικός
- σερβίρισμα
- ακμάζων
- χρηστικό
- χρηστικό
- χρήσιμος
- βιώσιμος
- εφικτό
- υποχωρητικός
- σε λειτουργία
- online
- παραγωγική
- σπασμένο
- νεκρός
- αδρανής
- ανενεργός
- συλληφθείς
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικός
- μη λειτουργικός
- εκτός λειτουργίας
- άχρηστος
- Μη ενεργοποιημένο
- Μη λειτουργικό
- μη λειτουργικός
- μη χειρουργικός
- κοιμισμένος
- αδρανής
- χέρσος
- αδρανής
- αδρανής
- ανεγχείρητος
- καπούτ
- λανθάνων
- άψυχο
- μη παραγωγικός
- αδρανής
- νυσταγμένος
- μη παραγωγικός
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- φυτοζωών
- απενεργοποιημένο
- απόσυρση
- καππούτ
- Στασιμα
Nearest Words of living
- living accommodations => διαμονή
- living arrangement => συνθήκες διαβίωσης
- living dead => Ζωντανός νεκρός
- living death => Ζωντανός Νεκρός
- living granite => Ζωντανός γρανίτης
- living picture => Ζωντανή εικόνα
- living quarters => κατοικημένες περιοχές
- living rock => ζωντανή πέτρα
- living room => Σαλόνι
- living room set => Σαλονιού
Definitions and Meaning of living in English
living (n)
the experience of being alive; the course of human events and activities
people who are still living
the condition of living or the state of being alive
the financial means whereby one lives
living (a)
pertaining to living persons
living (s)
true to life; lifelike
(informal) absolute
still in existence
still in active use
(used of minerals or stone) in its natural state and place; not mined or quarried
living (p. pr. & vb. n.)
of Live
living (n.)
The state of one who, or that which, lives; lives; life; existence.
Manner of life; as, riotous living; penurious living; earnest living.
Means of subsistence; sustenance; estate.
Power of continuing life; the act of living, or living comfortably.
The benefice of a clergyman; an ecclesiastical charge which a minister receives.
FAQs About the word living
ζωντανό
the experience of being alive; the course of human events and activities, people who are still living, the condition of living or the state of being alive, the
λειτουργικός,λειτουργική,επιχειρησιακό,λειτουργικός,ενεργός,ζωντανός,Λειτουργικός,πηγαίνω,ισχύει,σε
σπασμένο,νεκρός,αδρανής,ανενεργός,συλληφθείς,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,μη λειτουργικός,εκτός λειτουργίας,άχρηστος
lividness => Ξανθόχρους, lividly => έξαλλος, lividity => Υπόσταση, livid => Χλωμό, livestock => Κτηνοτροφία,