Greek Meaning of lividness
Ξανθόχρους
Other Greek words related to Ξανθόχρους
- οργή
- θυμός
- αγανάκτηση
- διάθεση
- Εξοργισμός
- οργή
- οργή
- οργή
- Ενόχληση
- βούρτσα
- πικρία
- χολή
- περιφρόνηση
- Εκνευρισμός
- οργή
- Εχθρότητα
- οργή
- ευερεθιστότητα
- ερεθισμός
- ζηλοτυπία
- Υπόσταση
- τρελός
- Τρέλα
- Μνησικακία
- σπλήνας
- ταμπεραμέντο
- οργή
- αργή καύση
- πικρία
- οξύτητα
- επιδείνωση
- Θυμός
- εχθρότητα
- ανταγωνισμός
- Αντιπάθεια
- πολεμικότητα
- Χολή
- χοληδόχος
- έκρηξη
- πολεμικότητα
- αντίθεση
- ευερεθιστότητα
- παραλήρημα
- Μνησικακία
- Πικρία
- δηλητηρίαση
- έχθρα
- φθόνος
- φωτοβολίδα
- μνησικακία
- θερμότητα
- ευερεθιστότητα
- κακεντρέχεια
- κακία
- έκρηξη
- Κατοικίδιο
- εκνευρίζω
- μαχητικότητα
- φιλονικία
- μνησικακία
- ανέβαινω
- Οδήγηση υπό την επήρεια οργής
- Ρούχο
- Κακία
- εκδίκηση
- Φαρμάκι
- εκνευρισμός
- εκδικητικότητα
- λοιμογόνος
- βιτριόλι
- θερμότητα
- Αεροπειρατεία
- φιλονικία
- οξύθυμη
- οξύτητα
- πολεμικότητα
Nearest Words of lividness
- living => ζωντανό
- living accommodations => διαμονή
- living arrangement => συνθήκες διαβίωσης
- living dead => Ζωντανός νεκρός
- living death => Ζωντανός Νεκρός
- living granite => Ζωντανός γρανίτης
- living picture => Ζωντανή εικόνα
- living quarters => κατοικημένες περιοχές
- living rock => ζωντανή πέτρα
- living room => Σαλόνι
Definitions and Meaning of lividness in English
lividness (n)
unnatural lack of color in the skin (as from bruising or sickness or emotional distress)
lividness (n.)
Lividity.
FAQs About the word lividness
Ξανθόχρους
unnatural lack of color in the skin (as from bruising or sickness or emotional distress)Lividity.
οργή,θυμός,αγανάκτηση,διάθεση,Εξοργισμός,οργή,οργή,οργή,Ενόχληση,βούρτσα
ευχαρίστηση,υπομονή,ευχαρίστηση,ηρεμία,ανεκτικότητα
lividly => έξαλλος, lividity => Υπόσταση, livid => Χλωμό, livestock => Κτηνοτροφία, lives => ζωές,