Greek Meaning of birse
βούρτσα
Other Greek words related to βούρτσα
- οργή
- θυμός
- αγανάκτηση
- ερεθισμός
- διάθεση
- Εξοργισμός
- οργή
- οργή
- αργή καύση
- οργή
- Ενόχληση
- πικρία
- χολή
- περιφρόνηση
- Εκνευρισμός
- οργή
- Εχθρότητα
- οργή
- ευερεθιστότητα
- ζηλοτυπία
- Υπόσταση
- Ξανθόχρους
- τρελός
- Τρέλα
- Μνησικακία
- σπλήνας
- ταμπεραμέντο
- οργή
- πικρία
- οξύτητα
- επιδείνωση
- Θυμός
- εχθρότητα
- ανταγωνισμός
- Αντιπάθεια
- πολεμικότητα
- Χολή
- χοληδόχος
- έκρηξη
- πολεμικότητα
- αντίθεση
- ευερεθιστότητα
- Πιτυρίδα
- παραλήρημα
- Μνησικακία
- Πικρία
- δηλητηρίαση
- έχθρα
- φθόνος
- φωτοβολίδα
- μνησικακία
- θερμότητα
- φου
- ευερεθιστότητα
- κακεντρέχεια
- κακία
- έκρηξη
- Κατοικίδιο
- εκνευρίζω
- μαχητικότητα
- φιλονικία
- γκρίνια
- μνησικακία
- ανέβαινω
- Οδήγηση υπό την επήρεια οργής
- Ρούχο
- Κακία
- εκδίκηση
- Φαρμάκι
- εκνευρισμός
- εκδικητικότητα
- λοιμογόνος
- βιτριόλι
- θερμότητα
- Αεροπειρατεία
- φιλονικία
- οξύτητα
- πολεμικότητα
Nearest Words of birse
- birt => Μπερτ
- birth => γέννηση
- birth canal => γεννητικός πόρος
- birth certificate => Πιστοποιητικό γέννησης
- birth control => αντισύλληψη
- birth control device => αντισυλληπτική μέθοδος
- birth control pill => αντισυλληπτικό χάπι
- birth defect => Συγγενής ανωμαλία
- birth pangs => ωδίνες τοκετού
- birth prevention => αντισύλληψη
Definitions and Meaning of birse in English
birse (n.)
A bristle or bristles.
FAQs About the word birse
βούρτσα
A bristle or bristles.
οργή,θυμός,αγανάκτηση,ερεθισμός,διάθεση,Εξοργισμός,οργή,οργή,αργή καύση,οργή
ευχαρίστηση,ευχαρίστηση,υπομονή,ηρεμία,ανεκτικότητα
birrus => Birrus, birring => βούισμα, birretta => μίτρα, birred => ψημένο, birr => Μπιρ,