Greek Meaning of empoisonment
δηλητηρίαση
Other Greek words related to δηλητηρίαση
- πικρία
- οξύτητα
- επιδείνωση
- οργή
- εχθρότητα
- ανταγωνισμός
- Αντιπάθεια
- Χολή
- χοληδόχος
- βούρτσα
- πικρία
- περιφρόνηση
- Πικρία
- έχθρα
- φθόνος
- μνησικακία
- Εχθρότητα
- ερεθισμός
- ζηλοτυπία
- Ξανθόχρους
- φιλονικία
- μνησικακία
- εκνευρισμός
- οργή
- Ενόχληση
- πολεμικότητα
- χολή
- ευερεθιστότητα
- Εκνευρισμός
- φωτοβολίδα
- οργή
- θυμός
- αγανάκτηση
- οργή
- ευερεθιστότητα
- Υπόσταση
- Τρέλα
- κακεντρέχεια
- κακία
- διάθεση
- Εξοργισμός
- Κατοικίδιο
- εκνευρίζω
- μαχητικότητα
- οργή
- Μνησικακία
- Οδήγηση υπό την επήρεια οργής
- Κακία
- σπλήνας
- εκδίκηση
- Φαρμάκι
- εκδικητικότητα
- λοιμογόνος
- βιτριόλι
- οργή
- φιλονικία
- οξύτητα
- οργή
- Θυμός
- έκρηξη
- τρίβω
- πολεμικότητα
- αντίθεση
- Πιτυρίδα
- παραλήρημα
- Μνησικακία
- εκλάμψει
- θερμότητα
- φου
- ευερεθιστότητα
- τρελός
- γκρίνια
- έκρηξη
- γκρίνια
- ανέβαινω
- Ρούχο
- ταμπεραμέντο
- θερμότητα
- Αεροπειρατεία
- οξύθυμη
- πολεμικότητα
Nearest Words of empoisonment
- empoisoner => δηλητηριαστής
- empoison => δηλητηριάζω
- emplunge => βυθίζω
- emplumed => πτερωτός
- employment office => Γραφείο Απασχόλησης
- employment interview => Συνέντευξη για πρόσληψη
- employment contract => Σύμβαση εργασίας
- employment agreement => σύμβαση εργασίας
- employment agent => Γραφείο ευρέσεως εργασίας
- employment agency => Γραφείο εργασίας
Definitions and Meaning of empoisonment in English
empoisonment (n.)
The act of poisoning.
FAQs About the word empoisonment
δηλητηρίαση
The act of poisoning.
πικρία,οξύτητα,επιδείνωση,οργή,εχθρότητα,ανταγωνισμός,Αντιπάθεια,Χολή,χοληδόχος,βούρτσα
ευχαρίστηση,ευχαρίστηση,υπομονή,ηρεμία,ανεκτικότητα
empoisoner => δηλητηριαστής, empoison => δηλητηριάζω, emplunge => βυθίζω, emplumed => πτερωτός, employment office => Γραφείο Απασχόλησης,