Greek Meaning of choler
χολή
Other Greek words related to χολή
- οργή
- θυμός
- αγανάκτηση
- διάθεση
- Εξοργισμός
- οργή
- οργή
- Θυμός
- Ενόχληση
- πικρία
- περιφρόνηση
- Εκνευρισμός
- οργή
- Εχθρότητα
- οργή
- ευερεθιστότητα
- ερεθισμός
- ζηλοτυπία
- Υπόσταση
- τρελός
- Τρέλα
- κακία
- Μνησικακία
- σπλήνας
- ταμπεραμέντο
- οργή
- οξύτητα
- επιδείνωση
- εχθρότητα
- ανταγωνισμός
- Αντιπάθεια
- πολεμικότητα
- Χολή
- χοληδόχος
- βούρτσα
- τρίβω
- πολεμικότητα
- αντίθεση
- ευερεθιστότητα
- Πιτυρίδα
- παραλήρημα
- Μνησικακία
- Πικρία
- έχθρα
- φθόνος
- φωτοβολίδα
- μνησικακία
- θερμότητα
- φου
- ευερεθιστότητα
- Ξανθόχρους
- κακεντρέχεια
- γκρίνια
- έκρηξη
- Κατοικίδιο
- εκνευρίζω
- μαχητικότητα
- φιλονικία
- γκρίνια
- μνησικακία
- ανέβαινω
- Οδήγηση υπό την επήρεια οργής
- Κακία
- εκδίκηση
- Φαρμάκι
- εκνευρισμός
- εκδικητικότητα
- λοιμογόνος
- βιτριόλι
- θερμότητα
- οξύθυμη
- οργή
- πολεμικότητα
- αργή καύση
Nearest Words of choler
- cholelithotomy => χολοκυστεκτομή
- cholelithiasis => χολόλιθοι
- choleic => χολερικός
- choledology => Χοληδολογία
- cholecystotomy => Χολοκυστεκτομή
- cholecystokinin => Χολοκυστοκινίνη
- cholecystitis => χολοκυστίτιδα
- cholecystis => χοληδόχος κύστη
- cholecystectomy => Χολοκυστεκτομή
- cholecalciferol => Χολεκαλσιφερόλη
Definitions and Meaning of choler in English
choler (n)
an irritable petulant feeling
a strong emotion; a feeling that is oriented toward some real or supposed grievance
a humor that was once believed to be secreted by the liver and to cause irritability and anger
choler (n.)
The bile; -- formerly supposed to be the seat and cause of irascibility.
Irritation of the passions; anger; wrath.
FAQs About the word choler
χολή
an irritable petulant feeling, a strong emotion; a feeling that is oriented toward some real or supposed grievance, a humor that was once believed to be secrete
οργή,θυμός,αγανάκτηση,διάθεση,Εξοργισμός,οργή,οργή,Θυμός,Ενόχληση,πικρία
ευχαρίστηση,ευχαρίστηση,υπομονή,ηρεμία,ανεκτικότητα
cholelithotomy => χολοκυστεκτομή, cholelithiasis => χολόλιθοι, choleic => χολερικός, choledology => Χοληδολογία, cholecystotomy => Χολοκυστεκτομή,