Greek Meaning of dudgeon
Μνησικακία
Other Greek words related to Μνησικακία
- οργή
- Εκνευρισμός
- απογοήτευση
- φου
- αγανάκτηση
- αδίκημα
- εκνευρίζω
- δυσαρέσκεια
- Ενόχληση
- δυσφορία
- δυσαρέσκεια
- θλίψη
- ταπείνωση
- οργή
- ερεθισμός
- εκνευρισμένος
- παράπτωμα
- Εξοργισμός
- εκνευρισμός
- Μνησικακία
- προσβολή
- επιδείνωση
- αναταραχή
- Θυμός
- γένι
- ενοχλώ
- Πιτυρίδα
- δυσφορία
- διαταραχή
- προσβολή
- διαταραχή
- Κατοικίδιο
- κάνει μούτρα
- ελαφρύ
- ασαφές
- Ξέσπασμα οργής
- ταμπεραμέντο
- Τίζι
- αναστατωμένος
- εκνευρισμός
Nearest Words of dudgeon
- dudley moore => Ντάντλεϊ Μουρ
- dudley stuart john moore => Ντάντλεϊ Στιούαρτ Τζον Μουρ
- duds => Φαβορίτες
- due => οφειλόμενος
- due care => δέουσα επιμέλεια
- due date => ημερομηνία λήξης
- due east => προς ανατολάς
- due north => βορράς
- due process => οφειλόμενη διαδικασία
- due process of law => Δέουσα διαδικασία
Definitions and Meaning of dudgeon in English
dudgeon (n)
a feeling of intense indignation (now used only in the phrase `in high dudgeon')
dudgeon (n.)
The root of the box tree, of which hafts for daggers were made.
The haft of a dagger.
A dudgeon-hafted dagger; a dagger.
Resentment; ill will; anger; displeasure.
dudgeon (a.)
Homely; rude; coarse.
FAQs About the word dudgeon
Μνησικακία
a feeling of intense indignation (now used only in the phrase `in high dudgeon')The root of the box tree, of which hafts for daggers were made., The haft of a d
οργή,Εκνευρισμός,απογοήτευση,φου,αγανάκτηση,αδίκημα,εκνευρίζω,δυσαρέσκεια,Ενόχληση,δυσφορία
ικανοποίηση,κατευνασμός,ευχαρίστηση,ικανοποίηση,ευτυχία,Ειρήνευση,ευχαρίστηση,ικανοποίηση,ηρεμία
dudeen => πίπα, dude ranch => ράντσο, dude => φιλαράκι, duddery => βλακεία, dudder => dudder,