Greek Meaning of empowering

Ενδυνάμωση

Other Greek words related to Ενδυνάμωση

Definitions and Meaning of empowering in English

Webster

empowering (p. pr. & vb. n.)

of Empower

FAQs About the word empowering

Ενδυνάμωση

of Empower

εξουσιοδοτώντας,Ενεργοποίηση,διαπίστευση,επιτρέποντας,πιστοποίηση,θέση σε λειτουργία,δικαιούχος,επενδύσεις,αδειοδότηση,επιτρέποντας

απαγόρευση,αποκλεισμός,περιοριστική,αρνούμενος,αποθαρρυντικός,αποκλειστικός,εξαιρουμένων,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,ανασταλτικός

empowered => ενεργοποιημένος, empower => ενδυναμώνω, empoverish => φτωχαίνω, emporiums => πολυκαταστήματα, emporium => Κατάστημα,