Greek Meaning of empowering
Ενδυνάμωση
Other Greek words related to Ενδυνάμωση
- εξουσιοδοτώντας
- Ενεργοποίηση
- διαπίστευση
- επιτρέποντας
- πιστοποίηση
- θέση σε λειτουργία
- δικαιούχος
- επενδύσεις
- αδειοδότηση
- επιτρέποντας
- προκριματική
- επιβεβαιωτικός
- Εγκριτικός
- ναύλωση
- εκκαθάριση
- επιβεβαιώνοντας
- επικύρωση
- απόδοση δικαιώματος ψήφου
- εγκαινιάζοντας
- επικυρώνοντας
- επάγοντας
- έναρξη
- εγκατάσταση
- εγκαθιστωντας
- αφήνοντας
- επιβάλλων κυρώσεις
- επικύρωση
- απόκτηση
- εγγυημένος
- πιστοποίηση
- Διαπίστευση
- Χορήγηση άδειας
- εντάξει
- Εντάξει
- προνόμηση
- απαγόρευση
- αποκλεισμός
- περιοριστική
- αρνούμενος
- αποθαρρυντικός
- αποκλειστικός
- εξαιρουμένων
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- ανασταλτικός
- εμποδίζοντας
- στάση
- προληπτικός
- 除非
- Απαγορεύει
- Επιβάλλοντας
- απαγορευτικό
- απαγόρευση
- στέρηση δικαιώματος ψήφου
- συγκράτηση
- απαγορευτικό
- απαγορεύοντας
- αποκλεισμός
- αφαίρεση άδειας άσκησης δικηγορίας
- στέρησης του εκλογικού δικαιώματος
- απαγορευτική
- βάζω βέτο
Nearest Words of empowering
Definitions and Meaning of empowering in English
empowering (p. pr. & vb. n.)
of Empower
FAQs About the word empowering
Ενδυνάμωση
of Empower
εξουσιοδοτώντας,Ενεργοποίηση,διαπίστευση,επιτρέποντας,πιστοποίηση,θέση σε λειτουργία,δικαιούχος,επενδύσεις,αδειοδότηση,επιτρέποντας
απαγόρευση,αποκλεισμός,περιοριστική,αρνούμενος,αποθαρρυντικός,αποκλειστικός,εξαιρουμένων,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,ανασταλτικός
empowered => ενεργοποιημένος, empower => ενδυναμώνω, empoverish => φτωχαίνω, emporiums => πολυκαταστήματα, emporium => Κατάστημα,