Greek Meaning of vesting

απόκτηση

Other Greek words related to απόκτηση

Definitions and Meaning of vesting in English

Webster

vesting (p. pr. & vb. n.)

of Vest

Webster

vesting (n.)

Cloth for vests; a vest pattern.

FAQs About the word vesting

απόκτηση

of Vest, Cloth for vests; a vest pattern.

εξουσιοδοτώντας,Ενδυνάμωση,Ενεργοποίηση,προκριματική,διαπίστευση,επιτρέποντας,Εγκριτικός,πιστοποίηση,ναύλωση,θέση σε λειτουργία

απαγόρευση,除非,αποκλεισμός,περιοριστική,αρνούμενος,Απαγορεύει,αποκλειστικός,εξαιρουμένων,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας

vestigial => υπολειμματικός, vestige => ίχνος, vestigate => διερεύνηση, vestibulum => Πρόναος, vestibulocochlear nerve => Αιθουσακοχλιακό νεύρο,