Greek Meaning of vesting
απόκτηση
Other Greek words related to απόκτηση
- εξουσιοδοτώντας
- Ενδυνάμωση
- Ενεργοποίηση
- προκριματική
- διαπίστευση
- επιτρέποντας
- Εγκριτικός
- πιστοποίηση
- ναύλωση
- θέση σε λειτουργία
- δικαιούχος
- επενδύσεις
- αδειοδότηση
- επιτρέποντας
- εγγυημένος
- Χορήγηση άδειας
- επιβεβαιωτικός
- εκκαθάριση
- επιβεβαιώνοντας
- επικύρωση
- απόδοση δικαιώματος ψήφου
- εγκαινιάζοντας
- επικυρώνοντας
- επάγοντας
- έναρξη
- εγκατάσταση
- εγκαθιστωντας
- αφήνοντας
- επιβάλλων κυρώσεις
- επικύρωση
- πιστοποίηση
- Διαπίστευση
- εντάξει
- Εντάξει
- προνόμηση
- ορκωμοσία
- απαγόρευση
- 除非
- αποκλεισμός
- περιοριστική
- αρνούμενος
- Απαγορεύει
- αποκλειστικός
- εξαιρουμένων
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- ανασταλτικός
- εμποδίζοντας
- στάση
- συγκράτηση
- προληπτικός
- απαγορευτικό
- αποθαρρυντικός
- στέρησης του εκλογικού δικαιώματος
- Επιβάλλοντας
- απαγορευτικό
- απαγόρευση
- βάζω βέτο
- απαγορεύοντας
- αποκλεισμός
- αφαίρεση άδειας άσκησης δικηγορίας
- απαγορευτική
- στέρηση δικαιώματος ψήφου
Nearest Words of vesting
- vestigial => υπολειμματικός
- vestige => ίχνος
- vestigate => διερεύνηση
- vestibulum => Πρόναος
- vestibulocochlear nerve => Αιθουσακοχλιακό νεύρο
- vestibuled train => Τρένο προθαλάμου
- vestibule of the ear => Αίθουσα
- vestibule => προθάλαμος
- vestibular vein => φλέβα του αιθουσαίου
- vestibular system => Αιθουσαίο σύστημα
Definitions and Meaning of vesting in English
vesting (p. pr. & vb. n.)
of Vest
vesting (n.)
Cloth for vests; a vest pattern.
FAQs About the word vesting
απόκτηση
of Vest, Cloth for vests; a vest pattern.
εξουσιοδοτώντας,Ενδυνάμωση,Ενεργοποίηση,προκριματική,διαπίστευση,επιτρέποντας,Εγκριτικός,πιστοποίηση,ναύλωση,θέση σε λειτουργία
απαγόρευση,除非,αποκλεισμός,περιοριστική,αρνούμενος,Απαγορεύει,αποκλειστικός,εξαιρουμένων,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας
vestigial => υπολειμματικός, vestige => ίχνος, vestigate => διερεύνηση, vestibulum => Πρόναος, vestibulocochlear nerve => Αιθουσακοχλιακό νεύρο,