FAQs About the word vestrywoman

εκκλησιαστικός επίτροπος

a woman who is a member of a church vestry

No synonyms found.

No antonyms found.

vestrymen => εκκλησιαστικοί επίτροποι, vestryman => Ιεροεπίτροπος, vestry => ιερατείο, vestries => ιερατεία, vestmented => φορεμένος,